πόρπῃ — πόρπη brooch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπη — Αντικείμενο από μέταλλο (χαλκό, σίδερο, άργυρο ή χρυσό στην αρχαιότητα) συμπληρωμένο συχνά με άλλες ύλες (κυρίως κόκαλο ή ελεφαντοστό στην αρχαιότητα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους αργότερα) που χρησιμεύει από τους αρχαιότατους χρόνους για να … Dictionary of Greek
Πόρπη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης … Dictionary of Greek
πόρπη — η το θηλυκωτήρι, ο τοκάς, η αγκράφα η καρφίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρπαι — πόρπη brooch fem nom/voc pl πόρπᾱͅ , πόρπη brooch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορπῶν — πόρπη brooch fem gen pl πορπάω fasten with a brooch pres part act masc voc sg πορπάω fasten with a brooch pres part act neut nom/voc/acc sg πορπάω fasten with a brooch pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πορπάω fasten with a brooch pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπαις — πόρπη brooch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπαισι — πόρπη brooch fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπαισιν — πόρπη brooch fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρπην — πόρπη brooch fem acc sg (attic epic ionic) πορπάω fasten with a brooch imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) πορπάω fasten with a brooch imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)